dispositif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispositif | dispositifs |
dispositif (fr) αρσενικό
- επινόημα
- συσκευή
- (νομικός όρος) τελικό κείμενο μιας δικαστικής απόφασης, μετά την εισαγωγή και τα επιχειρήματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη disposer