dissection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dissection (en)
- η ανατομή
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.sɛk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dissection | dissections |
dissection (fr) θηλυκό
- η ανατομή