Μετάβαση στο περιεχόμενο

disservice

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
disservice < dis- + service

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disservice (en) (μόνο ενικός)

  • κάνω σε κάποιον κακό, τον βλάπτω
      His parents did him a disservice with their overprotective behavior.
    Οι γονείς του του έκαναν κακό με την υπερπροστασία τους.