dissimulé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dissimulé < dissimuler
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissimulé | dissimulés |
θηλυκό | dissimulée | dissimulées |
dissimulé (fr)
- κρυμμένος
- αποσιωπημένος
- που κρύβει, υποκριτής
- une personne dissimulée - ένα υποκριτικό άτομο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dissimuler