distillateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distillateur | distillateurs |
θηλυκό | distillatrice | distillatrices |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]distillateur (fr)
- παραγωγός και πωλητής προϊόντων της απόσταξης, o αποσταγματοποιός
- o ποτοποιός
- (ειδικότερα) παραγωγός κολόνιας και άλλων αρωμάτων