distillerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
distillerie distilleries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

distillerie (fr) θηλυκό

  1. ο αποστακτήρας, το διυλιστήριο, λαμπίκος, το αποστακτήριο
  2. το ποτοποιείο, η ποτοποιία


Συγγενικά

[επεξεργασία]