distinção
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- distinção < από το λατινικό distinctĭo, -ōnis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]distinção (pt) θηλυκό (πληθ. distinções)
- διάκριση, διαχωρισμός, διαφοροποίηση
- διάκριση τιμητική, κύρος, (εκφορά του διακεκριμένος με ουσιαστικό)
- eis aí um homem de grande distinção (είναι άνθρωπος με μεγάλες διακρίσεις)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- distinguir και παλιότερη γραφή distingüir
- distinguindo