distinção

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

distinção < από το λατινικό distinctĭo, -ōnis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

distinção (pt) θηλυκό (πληθ. distinções)

  1. διάκριση, διαχωρισμός, διαφοροποίηση
  2. διάκριση τιμητική, κύρος, (εκφορά του διακεκριμένος με ουσιαστικό)
    eis aí um homem de grande distinção (είναι άνθρωπος με μεγάλες διακρίσεις)

Συγγενικά[επεξεργασία]