distinct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
distinct (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- distinct < λατινική distinctus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distinct | distincts |
θηλυκό | distincte | distinctes |
distinct (fr)