distinctive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
distinctive (en)
- διακριτικός (που χρησιμεύει γαι να διακρίνουμε κάτι από κάτι άλλο)
- distinctive feature
- χαρακτηριστικός
- the distinctive smell of coffee