Μετάβαση στο περιεχόμενο

distinctive

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός distinctive
συγκριτικός more distinctive
υπερθετικός most distinctive

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
distinctive < distinct + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

distinctive (en)

  • διακριτικός, χαρακτηριστικός, που χρησιμεύει γαι να διακρίνουμε κάτι από κάτι άλλο
      a distinctive characteristic - ένα διακριτικό γνώρισμα
      with a distinctive American accent - με χαρακτηριστική αμερικανική προφορά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη characteristic