distinctively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

distinctively < distinctive

Επίρρημα[επεξεργασία]

distinctively (en)

these features are distinctively Greek