distinctively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- distinctively < distinctive
Επίρρημα[επεξεργασία]
distinctively (en)
- χαρακτηριστικά, κατά τρόπο χαρακτηριστικό, που διακρίνει κάτι από κάτι άλλο
- these features are distinctively Greek