distractif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distractif | distractifs |
θηλυκό | distractive | distractives |
Επίθετο[επεξεργασία]
distractif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distractif | distractifs |
θηλυκό | distractive | distractives |
distractif (fr)