Μετάβαση στο περιεχόμενο

distraction

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
distraction distractions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

distraction (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο περισπασμός, η περίσπαση, η απασχόληση, κάτι που αποσπά την προσοχή
    παράδειγμα  She applied herself to reading without distractions.
    Αφοσιώθηκε στο διάβασμα χωρίς περισπασμούς.
    παράδειγμα  It’s just a distraction attempt of public opinion from the burning issues.
    Είναι μόνο μία προσπάθεια περίσπασης της κοινής γνώμης από τα φλέγοντα ζητήματα.
    παράδειγμα  He nabbed his wallet with the method of distraction.
    Του βούτηξε το πορτοφόλι με τη μέθοδο της απασχολήσεως.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη distract



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

distraction (fr) θηλυκό

  1. η διασκέδαση
  2. η αφηρημάδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]