distraught

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός distraught
συγκριτικός more distraught
υπερθετικός most distraught

Επίθετο

[επεξεργασία]

distraught (en)

  • αναστατωμένος, αλαφιασμένος, εξαιρετικά ανήσυχος ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ καθαρά
    I was distraught to learn that…
    Αναστατώθηκα μαθαίνοντας ότι…
    He looked distraught.
    Φαίνονται αλαφιασμένος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη nervous