distribuição

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

distribuição < λατινική distributĭo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

distribuição (pt) αρσενικό (πληθ. distribuições)

  1. η διανομή
  2. η κατανομή