distribuição
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- distribuição < λατινική distributĭo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
distribuição (pt) αρσενικό (πληθ. distribuições)
distribuição (pt) αρσενικό (πληθ. distribuições)