distrust
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]distrust (en)
- η δυσπιστία, η έλλειψη εμπιστοσύνης
Ρήμα
[επεξεργασία]distrust (en)
- δυσπιστώ, δεν εμπιστεύομαι
distrust (en)
distrust (en)