ditch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ditch (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- irrigation ditch: αρδευτικό αυλάκι
Ρήμα[επεξεργασία]
ditch (en)