diurèse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diurèse < μεσαιωνική λατινική diuresis < αρχαία ελληνική διούρησις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diurèse | diurèses |
diurèse (fr) θηλυκό
- η διούρηση