diurne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /djyʁn/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diurne diurnes

diurne (fr) αρσενικό ή θηλυκό