Μετάβαση στο περιεχόμενο

divine

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός divine
συγκριτικός more divine
υπερθετικός most divine

divine (en)

  1. θείος, θεϊκός, που ανήκει ή αναφέρεται στο Θεό
      divine right/gift - θείο δικαίωμα/χάρισμα
      divine inspiration - θεϊκή έμπνευση
  2. υπέροχος, θείος, θεϊκός
      You look divine in that dress.
    Είσαι υπέροχη με αυτό το φόρεμα.
      divine beauty - θεία/θεϊκή ομορφιά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη wonderful

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας divine
γ΄ ενικό ενεστώτα divines
αόριστος divined
παθητική μετοχή divined
ενεργητική μετοχή divining

divine (en)



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

divine (fr)