divine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | divine |
συγκριτικός | more divine |
υπερθετικός | most divine |
divine (en)
- θείος, θεϊκός, που ανήκει ή αναφέρεται στο Θεό
- ↪ divine right/gift - θείο δικαίωμα/χάρισμα
- ↪ divine inspiration - θεϊκή έμπνευση
- υπέροχος, θείος, θεϊκός
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | divine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | divines |
αόριστος | divined |
παθητική μετοχή | divined |
ενεργητική μετοχή | divining |
divine (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- divine (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- divine (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 368, 913. ISBN 9780194325684., λήμμα: θείος, θεϊκός, υπέροχος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
divine (fr)