Μετάβαση στο περιεχόμενο

divinité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
divinité divinités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

divinité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]