division

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: división

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
division divisions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

division < λατινική divisio < divisus < dividere

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

division (en)

  1. η διαίρεση, η ενέργεια του διαιρώ ή του μοιράζω
  2. το μερίδιο, το καθένα από τα χωριστά τμήματα που προκύπτει από μια διαίρεση
  3. (αριθμητική) η διαίρεση
    Division by 0 is never allowed - Ποτέ δεν επιτρέπεται διαίρεση με το 0 (μηδέν)
  4. (στρατιωτικός όρος) η μεραρχία, το άγημα
  5. το τμήμα μιας μεγάλης εταιρείας
  6. (βιολογία) η διαίρεση ή συνομοταξία: ταξινομική κατηγορία φυτών, μεταξύ του βασιλείου (kingdom) και της ομοταξίας (class). Η αντίστοιχη κατηγορία για τα ζώα ονομάζεται φύλο (phylum)
    Magnolias belong to the division Magnoliophyta
  7. η διχόνοια, ο διχασμός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
division divisions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

division < λατινική divisio, γενική divisionis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /di.vi.zjɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

division (fr) θηλυκό

  1. (αριθμητική) η διαίρεση
    → δείτε τις λέξεις dividende, diviseur, quotient και reste
  2. (στρατιωτικός όρος) το άγημα, η μεραρχία
  3. (αθλητισμός) η κατηγορία, η λίγκα
  4. ο διχασμός, η διχόνοια

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη diviser



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

division (sv) κοινό

  1. διαίρεση
  2. (αριθμητική) διαίρεση
  3. (στρατιωτικός όρος) μεραρχία
  4. τμήμα μιας εταιρείας
  5. (αθλητισμός) κατηγορία, λίγκα