divisionniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
divisionniste | divisionnistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
divisionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λάτρης, οπαδός του ντιβιζιονισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη diviser