djadi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
djadi | djadis |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- djadi < (άμεσο δάνειο) τουρκική cadı (μάγισσα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡ʒɑˈdi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : dja‐di
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
djadi θηλυκό