docker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- docker < dock
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
docker | dockers |
docker (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
docker | dockers |
docker (fr) αρσενικό