doctor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- doctor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doctor (ο ειδήμων, ο ειδικός σε κάποιο αντικείμενο) < μέση αγγλική doctour < αγγλονορμανδική doctour < λατινική doctor (δάσκαλος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
doctor | doctors |
doctor (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ο/η γιατρός
- διδάκτορας
Ρήμα[επεξεργασία]
doctor (en)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- doctor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doctor (ro) αρσενικό
- ο γιατρός
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του doctor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
γενική | a unui doctor | doctorului | a unor doctori | doctorilor |
δοτική | unui doctor | doctorului | unor doctori | doctorilor |
αιτιατική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
κλητική | — | - | — | - |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιατρική (αγγλικά)
- Επαγγέλματα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Επέκταση (λατινικά)
- Ζητούμενα λήμματα (λατινικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)