doctor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doctor (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
doctor (en)
- πειράζω συνειδητά κάποια δεδομένα αλλοιώνοντάς τα
- θεραπεύω ή απλά είμαι ο γιατρός κάποιου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doctor (ro) αρσενικό
- ο γιατρός
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του doctor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
γενική | a unui doctor | doctorului | a unor doctori | doctorilor |
δοτική | unui doctor | doctorului | unor doctori | doctorilor |
αιτιατική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
κλητική | — | - | — | - |