doctor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- doctor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doctor (ο ειδήμων, ο ειδικός σε κάποιο αντικείμενο) < μέση αγγλική doctour < αγγλονορμανδική doctour < λατινική doctor (δάσκαλος)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doctor | doctors |
doctor (en)
- (ιατρική, επάγγελμα) ο/η γιατρός
- ↪ The doctor cured him of the ulcer.
- Ο γιατρός τον θεράπευσε από το έλκος.
- ↪ The doctor cured him of the ulcer.
- ο/η διδάκτορας, ο επιστήμονας που κατέχει διδακτορικό τίτλο
- ↪ Διδάκτορα Φιλοσοφίας - Doctor of Philosophy
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | doctor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doctors |
αόριστος | doctored |
παθητική μετοχή | doctored |
ενεργητική μετοχή | doctoring |
doctor (en)
- παραποιώ, νοθεύω, αλλάζω κάτι για να ξεγελάσω κάποιον
- ↪ They doctored the accounts.
- Παραποίησαν/Νόθεψαν τους λογαριασμούς.
- ↪ They doctored the accounts.
- νοθεύω, προσθέτω κάτι επιβλαβές σε φαγητό ή ποτό
- ↪ They doctored the wine.
- Νόθεψαν το κρασί.
- ↪ They doctored the wine.
Πηγές
[επεξεργασία]- doctor (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- doctor (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234. ISBN 9780194325684., λήμμα: διδάκτορας
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- doctor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]doctor (ro) αρσενικό
- ο γιατρός
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του doctor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
γενική | a unui doctor | doctorului | a unor doctori | doctorilor |
δοτική | unui doctor | doctorului | unor doctori | doctorilor |
αιτιατική | un doctor | doctorul | nişte doctori | doctorii |
κλητική | — | - | — | - |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλονορμανδικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιατρική (αγγλικά)
- Επαγγέλματα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Επέκταση (λατινικά)
- Ζητούμενα λήμματα (λατινικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)