doctoral
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]doctoral (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- doctoral < λατινική doctoralis
Επίθετο
[επεξεργασία]doctoral (fr) αρσενικό (θηλυκό doctorale)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη docteur
Πηγές
[επεξεργασία]- doctoral - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé