doctrine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doctrine (en)
- δόγμα (εκκλησιαστικό ή φιλοσοφικό)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
doctrine | doctrines |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doctrine (fr) θηλυκό