dodatek
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dodatek < dodać
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dodatek (pl) αρσενικό
- προσθήκη
- επίδομα
- παράρτημα (εφημερίδας ή τμήμα βιβλίου)
- (πληροφορική) πρόσθετο