Μετάβαση στο περιεχόμενο

doff

Από Βικιλεξικό

doff (en)

  1. αφαιρώ (μεμονωμένο συνήθως) ρούχο, καπέλο κτλ.
  2. σηκώνω το καπέλο (συνήθως για χαιρετισμό ή ως ένδειξη σεβασμού)