dole
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dole (en)
- επίδομα ανεργίας
- (λαϊκότροπο) η ανεργία
- ψυχικός πόνος, ψυχική οδύνη
- (μεταφορικά) μοίρασμα της τύχης, μοίρα
- οικονομική ενίσχυση, παρεχόμενο γεύμα ή παροχή αγαθών σε απόρους