Μετάβαση στο περιεχόμενο

doleful

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈdəʊlfʊl/

Επίθετο

[επεξεργασία]

doleful

  • λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]