dolent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dolent | dolents |
θηλυκό | dolente | dolentes |
Επίθετο
[επεξεργασία]dolent (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ασθενικός
- δυστυχισμένος, που επιδιώκει τον οίκτο των άλλων
- πάσχων, υποφέρων