dollar
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| dollar | dollars |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dollar (en) (πληθυντικός: dollars)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dollar (fr) αρσενικό (πληθυντικός: dollars)