dollar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dollar | dollars |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dollar (en) (πληθυντικός: dollars)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dollar (fr) αρσενικό (πληθυντικός: dollars)