Μετάβαση στο περιεχόμενο

dollar

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dollar dollars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dollar (en) (πληθυντικός: dollars)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dollar (fr) αρσενικό (πληθυντικός: dollars)