dolo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolo | doloj |
αιτιατική | dolon | dolojn |
dolo (eo)
- ο δόλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolo | doloj |
αιτιατική | dolon | dolojn |
dolo (eo)