doloroso
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doloroso | dolorosos |
θηλυκό | dolorosa | dolorosas |
doloroso (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doloroso | dolorosos |
θηλυκό | dolorosa | dolorosas |
doloroso (pt)