dom publiczny
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈdɔ̃m puˈblʲit͡ʃ̑nɨ/
- ⓘ
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]dom publiczny (pl) αρσενικό
dom publiczny (pl) αρσενικό