dominikiano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dominikiano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dominikiano | dominikianoj |
αιτιατική | dominikianon | dominikianojn |
dominikiano (eo)
- ο υπήκοος του Άγιου Δομήνικου