Μετάβαση στο περιεχόμενο

domino

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

domino (en)


      ενικός         πληθυντικός  
domino dominos

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

domino (fr) αρσενικό

  1. το ντόμινο
  2. η κλέμα