domptable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
domptable | domptables |
Επίθετο[επεξεργασία]
domptable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να δαμαστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dompter