Μετάβαση στο περιεχόμενο

dompteur

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dompteur dompteurs

dompteur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη dompter