donnola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
donnola < μεσαιωνική λατινική domnula, υποκοριστικό του domina (λατινική )
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdɔn.nɔ.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
donnola (it)
- (θηλαστικό ζώο) η νυφίτσα