donosiciel
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]donosiciel < donosić
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]donosiciel (pl) αρσενικό
donosiciel < donosić
donosiciel (pl) αρσενικό