donosiciel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
donosiciel < donosić
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
donosiciel (pl) αρσενικό
donosiciel < donosić
donosiciel (pl) αρσενικό