doorknob
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
doorknob | doorknobs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]doorknob (en)
- το πόμολο
ενικός | πληθυντικός |
doorknob | doorknobs |
doorknob (en)