doorman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doorman (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doorman < φωνητική απόδοση για την αγγλική doorman

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
doorman doormans

doorman (fr) αρσενικό