doorstep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
doorstep | doorsteps |
doorstep (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- at death's doorstep: στο κατώφλι τού θανάτου
- doorstep delivery: παράδοση κατ 'οίκον