Μετάβαση στο περιεχόμενο

dopamine

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dopamine dopamines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dopamine (fr) θηλυκό