dopiero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

dopiero (pl)

  1. μόλις
    daj spokój ojcu, nie widzisz, że dopiero co wrócił z roboty i jest zmęczony
    άστον ήσυχο πατέρα, δε βλέπεις ότι μόλις γύρισε από τη δουλειά και είναι κουρασμένος
  2. μόνο
    nie możesz prowadzić samochodu, masz dopiero 17 lat
    δεν μπορείς να οδηγήσεις το αυτοκίνητο, είσαι μόνο 16 χρονών