Μετάβαση στο περιεχόμενο

dormitory

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dormitory dormitories

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈdɔːmɪtri,ˈdɔːmɪt(ə)ri/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dormitory (en)

  1. ο κοιτώνας σε φοιτητική εστία
  2. το υπνωτήριο, ο υποθάλαμος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]