dorosły
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dorosły (pl) (δεν έχει παραθετικά)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dorosły (pl) αρσενικό