dorosły
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]dorosły (pl) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dorosły (pl) αρσενικό
dorosły (pl) (χωρίς παραθετικά)
dorosły (pl) αρσενικό