dorsalgie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dorsalgie | dorsalgies |
dorsalgie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
dorsalgie | dorsalgies |
dorsalgie (fr) θηλυκό